- πεντάμυρον
- και δ. γρφ. πεντάμοιρον, τὸ, ΜΑείδος μύρου από πέντε αρώματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα-* + μύρον. Η λ. πιθ. πρέπει να διορθωθεί σε πεντάμοιρον].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πεντάμυρον — ointment neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πενταμύρου — πεντάμυρον ointment neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύρο — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ., 32 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται βορειοανατολικά και κοντά στην Κυπαρισσία. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κυπαρισσίας, * * * το (ΑΜ μύρον) κομμεορητίνη με ευχάριστο άρωμα η… … Dictionary of Greek
πεντάμοιρον — τὸ, Α βλ. πεντάμυρον … Dictionary of Greek